- σειρικό
- το, Ν1. γένος, σειριά2. ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που οφείλεται στην κληρονομικότητα3. παροιμ. φρ. «το σειρικό δεν κόβεται» — η πονηρή φύση τού ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -ικό(ς) (πρβλ, αερ-ικό)].
Dictionary of Greek. 2013.